προσκτήσει

προσκτήσει
πρόσκτησις
increase of fortune
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προσκτήσεϊ , πρόσκτησις
increase of fortune
fem dat sg (epic)
πρόσκτησις
increase of fortune
fem dat sg (attic ionic)
προσκτάομαι
gain
fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
προσκτάομαι
gain
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • Καρλάιλ, Τόμας — (Thomas Carlyle, Εκλφέκαν, Ντάμφρισερ 1795 – Λονδίνο 1881). Άγγλος συγγραφέας και ιστορικός. Η οικογένειά του, αυστηρών καλβινιστικών αρχών, τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, αλλά ο ίδιος εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές του. Η γνωριμία του… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”